σανιδόφραχτος

σανιδόφραχτος
-η, -ο
φραγμένος με σανίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σανιδόφρακτος — και σανιδόφραχτος, η, ο, Ν (για χώρους) φραγμένος με σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + φρακτος (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. σιδηρό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Ν. Τριανταφύλλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”